ἀλλοκότων

ἀλλοκότων
ἀλλόκοτος
of unusual nature
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τερατεία — ἡ, Α [τερατεύομαι] 1. αφήγηση τερατωδών, θαυμαστών και αλλόκοτων συμβάντων, τερατολογία (α. «νοῡν ἡμῑν παρέχουσι καὶ τερατείαν», Αριστοφ. β. «ουδὲ τοὺς τερατείας καὶ ψευδολογίας μεστούς», Ισοκρ.) 2. φανταστική ιστορία, παραμύθι 3. μαντική 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… …   Dictionary of Greek

  • τερατομυθία — ἡ, Μ αφήγηση φανταστικών ή παράδοξων, αλλόκοτων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + μυθία (< μυθος < μῦθος), πρβλ. στιχο μυθία …   Dictionary of Greek

  • τερατούργημα — το, ΝΜΑ [τερατουργῶ] νεοελλ. 1. τερατώδες έργο 2. αποτρόπαιη πράξη, ενέργεια ιδιάζουσας ανηθικότητας και εγκληματικότητας μσν. αρχ. 1. πράξη που προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό και φόβο, θαύμα 2. αφήγηση θαυμαστών φυσικών φαινομένων και, γενικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”